- ενθλίβω
- (AM ἐνθλίβω) [θλίβω]πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώμσν.1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)2. θλίβομαι, στενοχωρούμαιαρχ.παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.